- δυσανάγνωστος
- -η, -ο (AM δυσανάγνωστος, -ον)(για τον γραφικό χαρακτήρα ή για κείμενο) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσανάγνωστος — η, ο επίρρ. α αυτός που διαβάζεται δύσκολα: Ο γραφικός της χαρακτήρας είναι δυσανάγνωστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
τυφλώττω — ΝΑ είμαι τυφλός νεοελλ. μτφ. εθελοτυφλώ, κάνω τα στραβά μάτια αρχ. (για γραφή) είμαι δυσανάγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα ώττω, δηλωτικό ασθενείας (πρβλ. ἀμβλυ ώττω)] … Dictionary of Greek
αδιάβαστος — η, ο 1. εκείνος που δε διάβασε, δε μελέτησε: Συχνά πάει στο σχολείο αδιάβαστος. 2. αυτός που δε διαβάστηκε: Μερικά από τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου τα έχω ακόμη αδιάβαστα. 3. δυσανάγνωστος: Τα γράμματά του είναι αδιάβαστα. 4. αυτός που δεν πήρε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευανάγνωστος — η, ο αυτός που διαβάζεται εύκολα (αντίθ. δυσανάγνωστος):Υπογραφή ευανάγνωστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)